Θυμάμαι, όταν ήμουν 25 χρονών, τη Μεγάλη Βδομάδα νήστευα. Ξεκινούσα την Αγία Δευτέρα με πολλή δυσθυμία, σαν έθιμο, όχι γιατί ποθούσα ή ήθελα, αλλά επειδή έτσι έπρεπε. Έβλεπα τον “Ιησού από τη Ναζαρέτ” και άλλες θρησκευτικές ταινίες που πρόβαλλε η τηλεόραση. Την Αγία Παρασκευή περνούσα κάτω από τον Επιτάφιο αφού τον περίμενα να περάσει από τη γειτονιά μου.
Στην Εκκλησία έμπαινα μόνο το Μεγάλο Σάββατο το πρωί. Με συγκινούσε που έπεφταν τα μαύρα από τις εικόνες. Στεκόμουν στη σειρά, περιβαλλόμενος από πολύ κόσμο, να κοινωνήσω κι εγώ τον Χριστό. Το βράδυ της Ανάστασης ήμουν με τη λαμπάδα μου έτοιμος, στο προαύλιο της εκκλησίας, περιμένοντας τον ιερέα να πει σε υψωμένο τόνο της φωνής του, το “Δεῦτε λάβετε φῶς”. Κι αμέσως, κατευθείαν σπίτι, μην τυχόν κρυώσει η σούπα και το αρνί!
Πιστέψτε με, δεν ένιωθα τίποτα διαφορετικό. Κάτι μεγάλο και λυτρωτικό. Τίποτα. Αντίθετα, το μόνο που ένιωθα ήταν ένα βάρος και μια αδιόρατη θλίψη που έκρυβα όσο διαρκούσε το φαγοπότι και τα γέλια της Κυριακής.
Η πνευματική κατάσταση απουσίαζε ολοκληρωτικά. Όλα, όσα γίνονταν ήταν μηχανικά. Χωρίς προετοιμασία, εξομολόγηση, προσευχή, μετάνοια, νηστεία και συμμετοχή στις Θείες Ακολουθίες της Εκκλησίας, τι περίμενα; Τι να νιώσω! Πώς να ερωτευτώ το Νυμφίο Χριστό; Πώς να συμπάσχω στα άχραντα Του πάθη; Πώς να ζήσω Ανάσταση στην καρδιά μου; Με τυπικότητες μπροστά σ’ έναν Εσταυρωμένο Χριστό, η ψυχή θα παραμένει διψασμένη. Επιφανειακά δεν αγγίζει κανείς το Θεό. Χρειάζεται βάθος. Θυσία και πόνος, μετάνοια και κόπος.
Τελικά, πέρασαν πολλά χρόνια, ώσπου άρχισα να μαθαίνω πως χωρίς σταυρό και χωρίς Χριστό, δεν υπάρχει αληθινή Ανάσταση.