Θυμάμαι, όχι πολλά χρόνια πριν, τη Μεγάλη Βδομάδα νήστευα. Ξεκινούσα την Αγία Δευτέρα με πολλή δυσθυμία, σαν έθιμο, όχι γιατί ποθούσα ή ήθελα, αλλά επειδή έτσι έπρεπε. Έβλεπα τον “Ιησού από τη Ναζαρέτ” και άλλες θρησκευτικές ταινίες που πρόβαλλε η τηλεόραση. Την Αγία Παρασκευή περνούσα κάτω από τον Επιτάφιο αφού τον περίμενα να περασει από τη γειτονιά μου.
Μέσα στην Εκκλησία έμπαινα μόνο το Μεγάλο Σάββατο το πρωί. Με συγκινούσε που έπεφταν τα μαύρα από τις εικόνες. Στεκόμουν στη σειρά μέσα στην κοσμοσυρροή να κοινωνήσω κι εγώ τον Χριστό. Το βράδυ της Ανάστασης ήμουν με τη λαμπάδα μου έτοιμος έξω από την εκκλησία, περιμένοντας τον ιερέα να πει σε υψωμένο τόνο της φωνής του, το “Δεῦτε λάβετε φῶς”. Κι αμέσως, κατευθείαν σπίτι μην τυχόν κρυώσει η σούπα και το αρνί.
Πιστέψετέ με, δεν ένιωθα τίποτα διαφορετικό. Κάτι μεγάλο και λυτρωτικό. Τίποτα. Αντίθετα, το μόνο που ένιωθα ήταν ένα βάρος και μια αδιόρατη θλίψη που έκρυβα μέσα στο φαγοπότι και τα γέλια της Κυριακής.
Η πνευματική κατάσταση απουσίαζε ολοκληρωτικά. Όλα όσα γίνονταν ήταν μηχανικά. Χωρίς προετοιμασία, εξομολόγηση, προσευχή, μετάνοια, νηστεία και συμμετοχή στις Θείες Ακολουθίες της Εκκλησίας, τι περίμενα; Τι να νιώσω! Πώς να ερωτευτώ το Νυμφίο Χριστό; Πώς να συμπάσχω στα άχραντα Του παθη; Πώς να ζήσω Ανάσταση στην καρδιά μου; Με τυπικότητες μπροστά σ’ ενα Εσταυρωμένο Χριστό η ψυχή πάντα θαπαραμένει διψασμένη. Επιφανειακά δεν αγγίζει κανείς το Θεό. Χρειάζεται βάθος. Θυσία και πόνος, μετάνοια και κόπος.
Τελικά, μετά από πολλά χρόνια, άρχισα να μαθαίνω πως χωρίς σταυρό και χωρίς Χριστό, δεν υπάρχει αληθινή Ανάσταση.